- πριονωτός
- -ή, -ό / πριονωτός, -ή, -όν, ΝΑαυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτόςνεοελλ.φρ. «πριονωτή τάση»(ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις ενός πυκνωτή μέσω μιας ηλεκτρικής αντίστασης, τάση τής οποίας η γραφική παράσταση έχει τη μορφή λάμας πριονιού και η οποία χρησιμοποιείται για τη σάρωση τής εικόνας στην τηλεόραση, στους καθοδικούς παλμογράφους και άλλες ηλεκτρονικές διατάξειςαρχ.φρ. α) «πριονωτὴ τειχοποιΐα» — είδος πολεμικής μηχανήςβ) «πριονωτοὶ δράκοντες» — φίδια με οδοντωτή, πριονοειδή ουρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, -ονος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.